- δυσξηραντος
- δυσξήραντοςδυσ-ξήραντος2плохо высыхающий
(τὸ ἁλμυρὸν ἐνισχόμενον τοῖς πόροις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ἁλμυρὸν ἐνισχόμενον τοῖς πόροις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσξήραντος — δυσξήραντος, ον (Α) αυτός που δύσκολα ξεραίνεται … Dictionary of Greek
δυσξήραντον — δυσξήραντος hard to dry masc/fem acc sg δυσξήραντος hard to dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσξηραντότερα — δυσξήραντος hard to dry neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσξήραντα — δυσξήραντος hard to dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσξήραντοι — δυσξήραντος hard to dry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)